τέμπο

τέμπο
το άκλ. темп; ритм;

με το τέμπο του — не спеша


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τέμπο" в других словарях:

  • τέμπο — (ιταλ. tempo). Μουσικός όρος αντίστοιχος με την αγωγή των αρχαίων Ελλήνων. Σημαίνει τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται ακριβώς η διάρκεια των φθογγόσημων. Επειδή όμως οι με ονόματα υποδείξεις δεν ήταν δυνατόν να καθορίσουν την ακριβή διάρκεια των …   Dictionary of Greek

  • τέμπο — το (λ. ιταλ.) 1. μουσικός χρόνος που κανονίζει στη μουσική τη διάρκεια των φθόγγων. 2. φρ., «Πάει με το τέμπο του», με αργό ρυθμό, χωρίς βία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αλέγκρο — (allegro).Μουσικός όρος που δηλώνει τον γρήγορο και εύθυμο ρυθμό. Η ταχύτητα του ρυθμού προσδιορίζεται από διάφορους άλλους επεξηγηματικούς όρους, για παράδειγμα a. moderato μετρίως γρήγορα, a. vivo γρήγορα και ζωηρά, a. nonanto όχι πολύ γρήγορα… …   Dictionary of Greek

  • αλεγκρέτο — υποκοριστικό τού επιθέτου allegro όρος που χρησιμοποιείται μόνο στη μουσική (Μουσ.) ένδειξη ρυθμικής αγωγής ή «τέμπο» που συνήθως σημαίνει κάπως λιγότερο γρήγορα και ίσως πιο ανάλαφρα από το αλέγκρο μεταξύ ανταντίνο και αλέγκρο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»